Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015


ΑΝΝΟΥΛΑ

 
Το κρεβάτι ήταν πολύ ψηλό. Δεν μπορούσε να ανέβει εύκολα.  Μόλις 6 ετών και όμως τόσο μεγάλη, μα το κρεβάτι δεν μπορούσε να το ανέβει εύκολα.  Δεν το έβαζε κάτω όμως.  Σιγά και μην το έβαζε κάτω! Τραβούσε τα στρωσίδια, πιανόταν από το κεφαλάρι, πότε από τα μαξιλάρια, τα κατάφερνε στο τέλος.
Όταν ανέβαινε με το μωράκι της επάνω στο κρεβάτι έπαιζε με τις ώρες. Εκεί στο δωμάτιο το παιδικό. Είχε και την αδελφούλα της μαζί, και της έδινε το μωράκι της να παίξει και εκείνη.  Δεν είχε άλλο μωράκι κουκλίτσα.

Ο πατέρας της δεν είχε φέρει δύο στα κορίτσια του. Όχι ότι δεν υπήρχαν τα χρήματα. Χρήματα υπήρχαν και αρκετά. Ο πατέρας ήταν ναυτικός και πάντα υπήρχαν και πολλά αγαθά και πολλά παιχνίδια. Τι να το κάνεις;  Άλλα δεν υπήρχαν. Δεν έφερνε ποτέ δυο παιχνίδια, μόνο ένα και μόνο για την Αννούλα. Στην αρχή.  Αργότερα έφερνε μόνο για την μικρή. Αργότερα όταν η Αννούλα μεγάλωσε και απέκτησε σκέψη και γλώσσα ικανή να σου απαντήσει κατάλληλα, σταμάτησε να τη θεωρεί αγαπημένη.
Τα κορίτσια ήταν αγαπημένα μεταξύ τους όμως.  Ήταν ευτυχισμένα κυρίως γιατί εκείνος έλειπε πολύ από το σπίτι και είχαν ησυχία.  Όταν αργότερα μεγάλωσε, η Αννούλα, κατάλαβε πως τα ταξίδια τότε ήταν πολύμηνα και για αυτό είχαν τόσο καιρό ηρεμία στο σπίτι.  Αλίμονο όταν έρχονταν πίσω.  Όταν ξεμπαρκάριζε. Στην αρχή δεν φοβόταν τόσο, αργότερα έτρεμε. Μα και που έτρεμε, δεν το έδειξε ποτέ της.  Τότε ορκίστηκε. Δεν θα επιτρέψω ποτέ να με τρομάξει κανείς στη ζωή μου.  Και όταν ακόμη θα τρέμω από φόβο μέσα μου, στα μάτια μου δεν θα φαίνεται ούτε ένα ίχνος ανησυχίας. Τίποτε.
Ένα βράδυ θυμάμαι, η Αννούλα και η αδελφή της κάθονταν στο δωμάτιο και έπαιζαν. Η μητέρα ήταν βαριά άρρωστη και ψηνόταν στο πυρετό. Ο Γιατρός είχε πει, μια λέξη περίεργη, «ουρολοίμωξη». Έπρεπε η μάνα να μένει στο κρεβάτι και να κάνει ενέσεις.  Ερχόταν κάθε μέρα μια γειτόνισσα και τις έκανε. Εκείνος έπινε, ως συνήθως.  Μόνο έπινε από το πρωί ως το βράδυ, όταν δεν ταξίδευε. Σήμερα η Αννούλα, πιστεύει ότι πάντα έπινε.  Ίσως μόνο όταν δούλευε βάρδια, γιατί δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να βάζει σε κίνδυνο τις ζωές και των άλλων στο καράβι.  Πως θα χειριζόταν τα μηχανήματα;
Η μητέρα εκλιπαρούσε για λίγο νερό από το υπνοδωμάτιο που βρισκόταν ξαπλωμένη. Η Αννούλα σαν πιο μεγάλη έτρεξε κοντά της και της έδωσε.  Καιγόταν.  Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Η μάνα έκλαιγε.
"Γιατί κλαις μανούλα, πονάς;" ρώτησε η Αννούλα.
"Παιδί μου, να πονάω λίγο, να καθίσετε στο δωμάτιο σας και να μη βγείτε από εκεί. εντάξει;"
"Ναι μανούλα,..."

Έπειτα από λίγο είδε τον πατέρα της να πηγαίνει στο δωμάτιο μαζί με τη μητέρα της. Η πόρτα έκλεισε. Άκουσε φωνές.  Την έβριζε πάλι.  Τι του είχε φταίξει η γυναίκα; Της φώναζε.  Είχε πάει πάνω από το κεφάλι της και της έλεγε ακατάληπτα λόγια, ασυναρτησίες που γεννά η αρρώστια του ποτού.   Τα κορίτσια αγκαλιάστηκαν και περίμεναν. Η μικρή ρώτησε την Αννούλα αν θα έπρεπε να πάνε να βοηθήσουν την μητέρα τους. Η Αννούλα την έσφιξε πιο πολύ πάνω της, προσπαθώντας να την προστατεύσει και να την εμποδίσει από το να ακούσει και άλλες ασχήμιες και βρισιές. Κάποια στιγμή η μάνα άρχισε να ουρλιάζει. Η Αννούλα κατέβηκε από το ψηλό κρεβάτι και έτρεξε στην κλεισμένη πόρτα. Προσπάθησε να ανοίξει σιγανά λιγο για να δει τι γινόταν μέσα. Από την μισάνοιχτη πόρτα είδε τη μαμά της σε κακό χάλι να παρακαλάει τον πατέρα της να της δώσει ένα βαζάκι που κρατούσε. Ήταν τα χάπια που έπαιρνε η μαμά για να αντέχει. Ηρεμιστικά τα λένε. Τότε δεν ήξερε ακριβώς τι έκαναν. Τώρα ξέρει. Τότε όμως ήταν που ορκίστηκε πάλι, πως ποτέ της δεν θα πάρει ηρεμιστικά για κανέναν και για τίποτε ποτέ!! Και δεν πηρέ!!! Ποτέ!!!
 Από την μισάνοιχτη πόρτα είδε τον πατέρα της να κραδαίνει στον αέρα το βαζάκι με τα χάπια και να τη βρίζει. "Όχι μωρή δεν θα στα δώσω.  Να ψοφήσεις μωρή! Γαμώ την.......τον...... "  δεν ήξερε τι άκουγε η Αννούλα, αλλά ήξερε πως ήταν πολύ κακά και άσχημα λόγια γιατί τα είχε ακούσει αμέτρητες φορές.   Της έλεγε να πάρει την μικρή και να φύγει από το σπίτι. Κόπηκε η αναπνοή της, της Αννούλας! Μιλούσε για την αγαπημένη της αδελφούλα! Της έλεγε ότι δεν την θέλει την άλλη και την έσερνε στο πάτωμα από τα μαλλιά.  Είχε αρπάξει μια γυναίκα άρρωστη με 40 πυρετό από τα μαλλιά και την έσερνε στο πάτωμα να την πάει στην εξώπορτα του σπιτιού,  να την πετάξει έξω; να την ρίξει από κάτω;  τι;  γιατί;; Τα ήξερε η Αννούλα.  Τα είχε ξαναδεί.   Τα ίδια και χειρότερα και πολύ χειρότερα και άλλα στα παιδιά του όχι μόνο στην γυναίκα του. Η μικρή έκλαιγε πάνω στο κρεβάτι δαγκώνοντας ένα μαξιλάρι. Παιδάκι, μωρό στα 4 τι να κάνει; τι να καταλάβει; Πολλά καταλάβαινε όμως…  
Η μικρή- μεγάλη Αννούλα, έπρεπε να κάνει κάτι και το έκανε. Άνοιξε την πόρτα  με κίνδυνο να την δείρει πολύ άσχημα ο πατέρας της και του άρπαξε από τα χέρια το φάρμακο.  Το έδωσε στην μαμά της και του είπε: "Εγώ, θα φέρω την αστυνομία αν ξανά πειράξεις την μαμά μου, ακούς;"

Η μάνα φώναζε να μην μιλά έτσι στον πατέρα της.
Η αδελφή της έκλαιγε σιωπηλά στο κρεβατάκι της αγκαλιά με το μαξιλάρι. Η μικρή - μεγάλη Αννούλα ενηλικιωνόταν απότομα, μέρα τη μέρα.
Στα πέντε της ήταν δεκαοχτώ και στα επτά της εικοσιπέντε.
Στα δώδεκα όταν πια έφυγαν από τον εφιάλτη ήταν πλέον σαράντα.
Μη ρωτήσετε πόσο είναι σήμερα.
Είναι πάντα η Αννούλα, για όλους!


Ζήτησα από μια φίλη να μου δώσει μια λέξη για να γράψω κάτι και εκείνη μου είπε την πιο δύσκολη…  «Αννούλα»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου