Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

ΟΡΦΕΑΣ

Η τελετή είχε μόλις ολοκληρωθεί. Εκείνος αμίλητος, κάτωχρος, σκυφτός. Δεν ήξερε. Δεν καταλάβαινε. Οι φίλοι γύρω του τον έσφιγγαν στον ώμο παρηγορητικά. Άλλοι του κράταγαν το χέρι λίγο παραπάνω. Λίγα περισσότερα δευτερόλεπτα. Αυτά τα δευτερόλεπτα που δείχνουν τον πόνο, την συμπαράσταση, την συμπάθεια. Αυτά τα δευτερόλεπτα που επιβεβαιώνουν πως κάτι τρομερό συνέβη. Κάτι ασύλληπτο.
Κάτι καθολικά μη αναστρέψιμο.

Ο Ορφέας ήταν εκεί. Και δεν ήταν.
Μιλούσε χαμηλόφωνα. Κοιτούσε απλανώς.
Έτεινε το χέρι του. Του το έσφιγγαν. Το κατέβαζε ασυνείδητα. Έπειτα το άπλωνε πάλι. Και πάλι. Πάντα ασυνείδητα. Πάντα αδιάφορα.
«Συλλυπητήρια»
«Κουράγιο»
«Ευχαριστώ. Να είστε καλά.» απαντούσε εκείνος εντελώς προγραμματισμένα. Όπως οι καλογραμμένες κασέτες που παίζουν και ξαναπαίζουν το ίδιο κείμενο.

Κάποτε όλο αυτό που έμοιαζε στα μάτια του θέατρο παραλόγου, έλαβε τέλος.
Ο κόσμος έφυγε. Οι περισσότεροι φίλοι και γνωστοί όσο και αν ήθελαν να μείνουν, δεν έβρισκαν τίποτε να άλλο να πουν ή να κάνουν και έτσι, αποχώρησαν και αυτοί σιωπηλοί. Οι συγγενείς μόνο θέλησαν να τον ακολουθήσουν στο σπίτι.
Αρνήθηκε.

«Θέλω να μείνω μόνος» είπε.
Έμεινε μόνος.
Έβαλε το κλειδί στην πόρτα του διαμερίσματος και έσπρωξε απαλά. Μπήκε μέσα. Κοίταξε τον χώρο. Του φάνηκε οδυνηρά άδειος. Όχι, δεν έλειπε τίποτε από τα πράγματα και τα έπιπλα. Όλα ήταν στην θέση τους. όλα ήταν εκεί.
Εκείνη όμως;
Εκείνη δεν ήταν πια εκεί.
Εκείνη έλειπε.
Εκείνη δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι εκεί ξανά.
Εκείνη, η υπέροχη εκείνη.


Προχώρησε. Στάθηκε για λίγο στη μέση του σαλονιού και κοίταξε ευθεία έξω από το παράθυρο. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες.
Έτσι τις ήθελε πάντα εκείνη. Για να εισβάλει το φως στο δωμάτιο. Το φως που λάτρευε. Τώρα πιο φως την τυλίγει, στην άβυσσο που περιπλανιέται;

Κοίταξε έξω την τεράστια πολιτεία. Το διαμέρισμα, βρισκόταν στον έβδομο όροφο μιας πολυκατοικίας στα Πατήσια και η θέα ήταν εκπληκτική.
Κοίταξε το ατελείωτο των κτισμάτων που σκιάζονταν λες από τον μουντό ουρανό.
Ένα δάκρυ ξέφυγε και ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό.
Ησυχία.
Κανένας ήχος στο σπίτι.
Ίσως δεν έπρεπε να είχαν βάλει διπλά τζάμια και μόνωση. Να που μια τέτοια στιγμή θα πλήρωνε για λίγο φασαρία.
Ο Δεκέμβρης είχε μπει πολύ άγρια με λυσσασμένους ανέμους και καταρρακτώδεις βροχές. Ακόμα και αν δεν έβρεχε αυτή τη στιγμή, ο καιρός ήταν απαίσιος. Όσο απαίσια ήταν τα πάντα από προχθές που έφυγε ξαφνικά εκείνη.
Προχώρησε κι άλλο. Πλησίασε την τζαμαρία και άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Ένα ψυχρό ρεύμα αέρα τον κτύπησε μα δεν έκανε πίσω. Άφησε την πόρτα ανοιχτή και γέμισε το σπίτι βοριά και κρύο. Ότι έπρεπε για την περίσταση.
Βοριάς και κρύο.
Χειμώνας.
Η εποχή που θα επικρατούσε από εδώ και στο εξής στην ζωή του.
Δεν θα ερχόταν η άνοιξη ξανά ούτε το καλοκαίρι.
Η άνοιξη ήταν η αγκαλιά της και το καλοκαίρι το γέλιο της.
Δεν θα ερχόντουσαν ποτέ ξανά.
Χάθηκαν.
Χάθηκαν στο δρόμο. Στην καυτή άσφαλτο. Κάτω από τις ρόδες ενός φονικού φορτηγού που το οδηγούσε ένας μανιακός μεθυσμένος δολοφόνος.
Πρωί. Ώρα 6. Εκείνη προσπαθούσε να περάσει απέναντι το δρόμο. Ο δρόμος δεν ήθελε να τον διασχίσει. Η μοίρα δεν είχε καλοξυπνήσει, είχε τα νεύρα της. Ο κόσμος δεν ήθελε να είναι όμορφος. Εκείνη σκοτώθηκε.


Στέκεται στην μέση της βεράντας. Κοιτά τα λουλούδια της. Είχε φυτέψει με τα χέρια της γεράνια, τριανταφυλλιές και γαριφαλιές. Είχε βάλει και μπενζαμίνες και κέντιες και τις προστάτευε με ειδική τέντα στο σημείο που τις είχε τοποθετήσει. Ήταν ο κήπος της. Ήταν η ζούγκλα της.
Τώρα όλα θα μαραθούν.
Όπως εκείνη.
Τα κοιτά. Τα χαδεύει. Ο παγωμένος αγέρας τον μπατσίζει στο πρόσωπο σαν να θέλει να τον κάνει να συνέλθει. Ξαφνικά ο Ορφέας γυρίζει και μπαίνει πάλι στο σπίτι.
Κατευθύνεται στην κρεβατοκάμαρα.
Στέκεται στην πόρτα.
Διστάζει να μπει.
Διστάζει;
Μάλλον δεν μπορεί να αντικρίσει την μεριά της στο κρεβάτι.
Δεν μπορεί να πιστέψει ότι δεν θα τον αναζητήσει ξανά με τα παγωμένα της πόδια. Δεν θα την δει να ξυπνά και να πανικοβάλλεται που άργησε στην δουλειά.
Διστάζει.
Μένει εκεί, όρθιος ακουμπισμένος σχεδόν σαν παραγεμισμένο τσουβάλι, στην κάσα της πόρτας του υπνοδωματίου. Οι ώμοι του γερμένοι στη γη και το κεφάλι του σκυφτό. Το πρόσωπο του πλημμυρισμένο με δάκρυα και φιλιά. Τα φιλιά της.

Κλαίει.
Όπως τα μωρά, κλαίει.
Δεν τον νοιάζει.
Δεν θέλει να σταματήσει.
Θέλει να κλάψει. Να κλάψει κι άλλο. Να δροσίσει τη γη και τα χώματα που την σκέπασαν με τα δάκρυα αυτά. Να συναντήσουν την ρίζα των δέντρων που τυλίγουν τώρα την αγαπημένη εκείνη. Να τα ποτίσει. Να είναι γερά, να την προστατεύουν έως ότου πάει να την βρει. Γιατί θα πάει να την βρει και να την φέρει πίσω. Δεν αντέχει χωρίς αυτή. Δεν μπορεί να ζήσει μόνος.
Δεν θέλει να ζει έρημος.
Θέλει να ακούσει ξανά την φωνή της.
Να την δει ξανά να μαγειρεύει.
Να καθίσουν μαζί να διαβάσουν και να ακούσουν την αγαπημένη τους μουσική.
Την θέλει πίσω.
Την θέλει πίσω.
Θα πάει να την φέρει πίσω. Θα πάει.

Προς το παρόν, αποφασίζει να σύρει τα πόδια του στο εσωτερικό της κρεβατοκάμαρας. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, βαρύς.
Κοιτά την ντουλάπα.
Ανοίγει την ντουλάπα.
Υπέροχα χρώματα.
Τα φορέματά της, και τα πουκάμισά της έχουν υπέροχα χρώματα.
Αναρωτιέται αν ποτέ τις είχε πει πόσο του αρέσουν τα χρώματα.
Μήπως δεν πρόλαβε να της το πει;
Γιατί δεν της το είπε;
Είναι βλάκας;
Είναι!
Υπέροχα χρώματα. Ένα λιβάδι η ντουλάπα της. Και το άρωμα που ανέδιδε…
Το άρωμά της.
Όχι το άρωμα που αγόραζε. Το άρωμά ΤΗΣ! ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΩΜΑ!
Το άρωμα του κορμιού της. Αυτό που όλοι οι χημικοί της γης να μαζευτούν, δεν θα μπορέσουν να αντιγράψουν γιατί για τον καθένα μας είναι μοναδικό.
Το άρωμα της.

Αγγίζει τα ρούχα της.
Τα φιλά.
Τα προσκυνά.
Κάποιος του είπε – μάλλον η μάνα του ήταν – πως πρέπει να δώσει τα φορέματα και όλα τα ρούχα της.
Γιατί να τα δώσει;
Αυτός τα θέλει εκεί.
Τα θέλει μες στην ντουλάπα και μέσα στα συρτάρια.
Έχει ανάγκη να αγγίζει εκείνη έστω και με αυτό τον τρόπο. Δεν θέλει να εγκαταλείψει τίποτε. Δεν θέλει να αποχωριστεί τίποτε άλλο. Όπως και αν έχει η κατάσταση, αυτός τα θέλει όλα όπως τα άφησε.

Σηκώνεται.
Πλησιάζει το μέρος που κοιμόταν. Από την δεξιά πλευρά. Πάντα από την δεξιά πλευρά. Δεν βολευόταν αλλιώς.
Στο κομοδίνο της είχε το αγαπημένο της βιβλίο. Ακουμπισμένο πάνω στο έπιπλο προσεκτικά μαζί με ένα μεγάλο φωσφορούχο μαρκαδόρο. Κρατούσε σημειώσεις.
Ανοίγει το πρώτο συρτάρι.
Είναι γεμάτο φωτογραφίες που δεν πρόλαβε να τακτοποιήσει. Φωτογραφίες από την τελευταία φορά που πήγαν εκδρομή στο Ναύπλιο.
Ο Ορφέας πάνω στο καΐκι για το Μπούρτζι.
Ο Ορφέας πάνω στο τρενάκι.
Ο Ορφέας στην καφετέρια.
Ο Ορφέας στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου.

Εκείνη;
Που ήταν εκείνη;
Έψαξε με αγωνία στο συρτάρι.
Τελικά βρήκε και δικές της φωτογραφίες. Όχι πολλές. Ίσως, γιατί εκείνος βαριόταν να τραβά φωτογραφίες, ενώ εκείνη ποτέ.
Ξαφνικά, πανικοβλήθηκε. Έτρεξε στο σαλόνι και άνοιξε το σκρίνιο. Έβγαλε πετώντας τα στο πάτωμα, όλα τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες από την κοινή τους ζωή αυτά τα πέντε χρόνια που ήταν μαζί. Τα κοιτούσε με λαχτάρα και παρατηρούσε πως πραγματικά οι φωτογραφίες της ήταν πολύ λιγότερες από τις δικές του. Άρχισε να ξεχωρίζει με μανία τις δικές της. Στο πάτωμα. Μπροστά ακριβώς από το ανοιγμένο παράθυρο. Στο στόχαστρο του παγωμένου ρεύματος, έψαχνε άλλες φορές κλαίγοντας και ουρλιάζοντας από πόνο και άλλες, απλά γελώντας ενθυμούμενος τις στιγμές τους.

Όταν σηκώθηκε επιτέλους από το κρύο δάπεδο, ήταν πολύ αργά το απόγευμα και έπρεπε να ανάψει τα φώτα γιατί δεν έβλεπε.
Άναψε τα φώτα.
Γύρισε στο υπνοδωμάτιο.
Κάθισε στο μέρος της δίπλα στο κομοδίνο της και άνοιξε το δεύτερο συρτάρι.
Εκεί κρατούσε όλα τα εσώρουχά της.
Τα πήρε στα χέρια του ένα – ένα.
Τα μύριζε και τα φιλούσε ευλαβικά σχεδόν.
Έγειρε το σώμα του στο κρεβάτι κρατώντας πάνω στο στήθος του μερικά από αυτά.
Έτσι όπως ήταν με κλειστά τα μάτια, ένιωσε μια ανάσα στο πρόσωπό του.
Σάστισε, μα δεν άνοιξε τα μάτια του.
Έπειτα, αισθάνθηκε και μια δεύτερη. Έπειτα και άλλη και άλλη. Στις χίλιες ανάσες ήταν σίγουρος. Ήταν εκεί η αγαπημένη του. Και όπως έκανε πάντοτε τον βοηθούσε να ηρεμήσει.
Ο Ορφέας δεν ήθελε να ανοίξει τα μάτια του. Κοιμήθηκε. Οι ανάσες δεν σταμάτησαν ούτε στα όνειρα του. Εκείνη, δεν έφυγε από δίπλα του.

Το παράθυρο ήταν ανοιχτό μέσα στο νυχτερινό ουρανό που χυνόταν στο δωμάτιο. Οι κουρτίνες ανέμιζαν τώρα και ο χώρος του σαλονιού με τις σκόρπιες φωτογραφίες στο πάτωμα, θύμιζε βομβαρδισμένο τοπίο. Η βροχή είχε αρχίσει από ώρα και όσο και αν η τέντα στη βεράντα την εμπόδιζε να μπει στο σπίτι, η ίδια η τέντα είχε σκιστεί από τον δυνατό άνεμο.

Όταν ξύπνησε ο Ορφέας, ένιωσε πως γύρισε από ένα μακρινό ταξίδι. Το πρώτο που αισθάνθηκε ήταν ένα μούδιασμα στο κορμί του. Τόσες ώρες ακίνητος είχε παγώσει.
Το πρώτο που αντίκρισε ήταν η ανοιχτή ντουλάπα απέναντι του με τα φορέματα και τα πουκάμισα Εκείνης.

Σηκώθηκε με κόπο.
Έκλεισε την ντουλάπα.
Δεν έκλεισε το παράθυρο.
Δεν μάζεψε τις φωτογραφίες.
Στάθηκε μπροστά στο κάγκελο του μπαλκονιού και
Άρχισε να φωνάζει το όνομά της.
…………
« σε παρακαλώ γύρισε. Δεν μπορώ να μάθω να ζω χωρίς εσένα. Γύρισε πίσω. Κι αν κάτι υπάρχει που μπορώ να κάνω εγώ για να σε φέρω πίσω θα το κάνω. Θα έρθω εγώ εκεί κάτω. Σαν εκείνο τον άλλο Ορφέα που προσπάθησε να βρει την Ευρυδίκη του.»

Δεν τα κατάφερε όμως.

« Σε παρακαλώ. Είμαι τίποτα χωρίς εσένα. Θα σε τραβάω και φωτογραφίες χωρίς ποτέ να γκρινιάξω. Ούτε για τα παγωμένα σου πόδια θα σου κάνω ποτέ ξανά παράπονα. Μόνο γύρνα πίσω. Πες μου έστω που είσαι και θα έρθω να σε πάρω. Σε χρειάζομαιιιιιιιιιιιι»

Η σπαραχτική κραυγή του Ορφέα ξέσχισε στα δύο ακόμα και το βουητό του τρελού ανέμου που πάλευε με την δυνατή βροχή. Ένας κεραυνός που έπεσε ταυτόχρονα με την κραυγή του, ενίσχυσε την τραγικότητα της στιγμής.
Ο Ορφέας έπεσε στο δάπεδο σφαδάζοντας από εσωτερικούς ανεξήγητους πόνους.
Ο Ορφέας χτυπιόταν στα ψυχρά, άψυχα πλακάκια για κάτι που ήταν γεμάτο ψυχή και ζεστασιά.
Ο Ορφέας θρηνούσε με λυγμούς.
Εκείνη, ανέβαινε καβάλα σε έναν άλλον μεγάλο κεραυνό στο φως που η άβυσσός του είναι ανεξερεύνητη. Ο Ορφέας ήταν απαρηγόρητος, γιατί όπως κάθε σύγχρονος Ορφέας, γνώριζε πολύ καλά ότι είναι αδύνατον να την βρει και να την φέρει πίσω.


*                                *                         *                      *                                 *

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

ΑΦΗ

Πόλεμο κάνει η Έλξη στην Αφή.
Ταράζεται.
Θυμώνει.
Αντρειώνεται.
Θεριεύει.
Σκιάζεται.
Πισωγυρνά.
Δρασκελίζει αποστάσεις.
Σωπαίνει.
Τραγούδια γράφει στα κορμιά.
Δοξάρια κανει τα φιλιά.
Καμώνεται πως δεν καταλαβαίνει...
Δροσοσταλίδες απλώνει στα πρωινά
τεντώματα που μπλέκουνε τα χέρια μας.
Αντάρτικο σηκώνει.
Σκίζεται η Έλξη απο την Αφή.
Νικιέται.
Μοιρολογά.
Δραπετεύει απο τις χούφτες.
Κρύβεται πίσω απο τις κλειδώσεις.
Σέρνεται σε χάδια στα απόκρυφα μας.
Σαγηνεύει.

-Πάρε μια ζωή μου.
 Εχω τόσες ακόμη...
 Όλες θα στις χαρίσω να με σκοτώνει
 η ευθύνη του να σε κατακτώ.

Αιχμάλωτη παλι η Ελξη απο την Αφή.
Βασανίζει και βασανίζεται.
Αποπλανεί.
Εξαπατάται.
Ακυρώνεται.
Γεννά και Θανατώνει.

- Σώπασε!
  Μόνο μέσα μου ούρλιαζε!
  Ώρα να ξαναγεννηθούμε!

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

ΗΡΑ


Ανοίγοντας το παράθυρο που βρίσκεται μπροστά από την μεγάλη βεράντα, αντικρίζει τον ωκεανό. 
Το σπίτι, μια μοντέρνα εξοχική κατοικία που το μεγαλύτερο μέρος της καλύπτεται από γυαλί, στέκεται στην άκρη του λοφίσκου με τους λιγοστούς θάμνους.  Βγαίνοντας από τον κήπο που το περιβάλλει περπατά ανάμεσα στις πέτρες και τους θάμνους που σκορπίζονται ως κάτω στην παραλία.  Περπατά και κάθε που πλησιάζει την ακτή τα πόδια της βυθίζονται στην άμμο.
    Γυρίζει πίσω και κοιτά το σπίτι που έχει απομακρυνθεί.  Γύρω του πάντα οι αραιά σπαρμένοι θάμνοι που από εκεί που στέκεται τώρα μοιάζουν πιστοί προσκυνητές που φιλούν το χώμα κουλουριασμένοι από δέος και από σεβασμό.  
     Συνεχίζει να περπατά.
     Σταματά.
     Νομίζει ότι άκουσε κάτι.  Έναν ψίθυρο, ένα σιγανό μουρμούρισμα.   Δεν είναι τίποτε.  Ο άνεμος που περνά δίπλα της και ανάμεσα στα πόδια της.  
     Κοιτά πέρα μακριά τον ωκεανό που απλώνεται σαν ύφασμα σε νυφικό κρεβάτι.

     « Γιατί έφυγες;  Δεν ήμουν αρκετή;  Δεν ήμουν επαρκής;  Γιατί έφυγες;   Ξαφνικά δεν πληρούσα τις προϋποθέσεις;  Ζήσαμε μαζί δεκαεπτά χρόνια.  Σου χάρισα δύο παιδιά.  Έλεγες πως ήμουν το κέντρο του κόσμου σου.  Πως η οικογένειά σου ήταν πάνω από κάθε τι άλλο γιατί ήταν το πιο ακριβό σου απόκτημα.  Έπειτα;  Τι συνέβη έτσι ξαφνικά, έπειτα;    Άρχισες να μην έχεις διάθεση να κάνεις πράγματα μαζί μου.   Δεν ήθελες να μοιράζεσαι τις σκέψεις σου και τα προβλήματά σου.  Δεν σε καταλάβαινα έλεγες!  Δικαιολογίες!
      Γιατί μου είπες ψέματα;  Γιατί με άφησες να εξευτελιστώ και να σε παρακαλώ για ένα σου χάδι;  Όταν άρχισες να με αποφεύγεις κατάλαβα…  δεν με ήθελες πια.  Εμένα,  που όποτε με έβλεπες ήθελες να μείνουμε μόνοι.  Που έκανες σαν τρελός να απομονωθούμε για να μου κάνεις έρωτα σαν λυσσασμένος.  
     Ξαφνικά, δεν ήθελες να μείνεις μόνος μαζί μου.   
Δεν με άγγιζες.  Δεν με πλησίαζες. 
     Κατάλαβα.  Υπήρχε άλλη.  Έπρεπε να παλέψω με κάτι που δεν ήθελα και δεν ήξερα τον τρόπο να το αντικρούσω. 
     Άρχισες τις πολύωρες απουσίες από το σπίτι.  Διέθετες όλο και λιγότερο χρόνο για μας. 
     Κατάλαβα.  Ήταν νέα.  Σίγουρα νεότερη από εμένα.  Πως τη λένε;  Σε ρώτησα ένα βράδυ.  Είσαι τρελή, μου απάντησες.
   
     Δεν ήμουν τρελή.»


     Περπατά.  Τώρα, κατά μήκος της ακτής που δροσίζει την καυτή άμμο, περπατά.  Όχι πάντα ευθεία, παραπατά.  Με σκυμμένο κεφάλι και μάτια θολά από τα δάκρυα αναρωτιέται αν θα πρέπει να συνεχίσει να περπατά.  Πόσο ακόμα;  Τα παιδιά είναι το μόνο που την κρατά όρθια.  Τα παιδιά, που δεν περίμεναν ποτέ, πως ο λατρεμένος τους πατέρας δεν θα είχε χρόνο για εκείνα και ξαφνικά θα γινόταν ο μπαμπάς του Σαββατοκύριακου.
     Περπατά.  Ο άνεμος δυνάμωσε λίγο.  Φέρνει μικρές δροσοσταλίδες αλμύρας στο πρόσωπό της.  Το πελώριο αυτό ύφασμα που κινείται μπροστά της μοιάζει με κάλυμμα που σκεπάζει έναν θώρακα.  Έναν θώρακα που προσπαθεί να ανασάνει.  Κάθε φορά που τα καταφέρνει, υπέροχα αφρισμένα κύματα σκάνε με ορμή στα πόδια της.  Τις φορές που δεν καταφέρνει να κλέψει την δύναμη του ανέμου, απλά της γλύφει τα πόδια και την εκλιπαρεί για συντροφιά. 
     Αυτή είναι η σχέση της τώρα πια.  Η σχέση της με τον ωκεανό μπροστά από το τεράστιο άδειο εξοχικό σπίτι που της άφησε ο σύζυγος για να γλυκάνει την απιστία.  Όχι, για να εξιλεωθεί για την προδοσία του!
     Σταματά.
     Κάθεται.  Ανασηκώνει λίγο τα γόνατα και τα αγκαλιάζει.  Δεν είναι πολύ μακριά από εκεί που σκάζει το κύμα.  Τα πόδια της βρέχονται. 
     Κοιτά βαθιά τον ορίζοντα.  Κοιτάζει.  Ατενίζει το απέραντο του ουρανού και της θάλασσας.  Κοιτάζει, αφουγκράζεται.  Δεν υπάρχει τίποτε άλλο από εκείνη και την φύση γύρω της.
  
     « Κάποτε το κάναμε μαζί αυτό.  Ένα από τα πολλά που κάναμε μαζί.  Καθόμασταν και πιασμένοι χέρι- χέρι αμίλητοι, αφουγκραζόμασταν τις ανάσες μας και τους ήχους γύρω μας.  Θυμάμαι που έλεγες πως ο ήχος που ακούς στην απόλυτη  σιωπή είναι οι λυγμοί του νερού για τις χαμένες αγάπες.    Κάθε φορά που κάποιος πληγώνει τον σύντροφό του, στην σιωπή των ακτών αν ανοίξεις την καρδιά και το μυαλό σου, ακούς το μοιρολόι των σειρήνων.
     Τώρα το ακούω για εμάς.
     Μόνη.
     Γιατί μου το έκανες αυτό;  Πως θα ζήσω τώρα;  δεν μπορώ να μην σε αγαπώ.  Δεν μπορώ να μην σε φροντίζω.  Έπειτα ξεχνάς πως είσαι δικός μου! 
     Μόνο δικός μου είσαι! 
     Καμιά δεν θα σε πάρει από εμένα!
     Θα κάνω ότι χρειαστεί για να γυρίσεις.  Θα φτάσω στα άκρα.  Θα σκοτώσω και θα σκοτωθώ, αν χρειαστεί!»


     Κλαίει.  Φωνάζει, χτυπιέται, πέφτει ανάσκελα πάνω στην άμμο με το μισό της σώμα να βρέχεται και το άλλο μισό να καίγεται από ζήλια, οργή και πόνο.
      Κυλιέται δεξιά και έπειτα αριστερά.  Γυρίζει μπρούμυτα.  Χτυπά με τις γροθιές της την άμμο.  Ξαναγυρνά ανάσκελα.  Αποκαμωμένη σταματά και τις φωνές και τις κινήσεις.  Μόνο κλαίει.  Θέλει να χαθεί.  Θέλει να τον πονέσει όπως την πόνεσε. Θέλει να γυρίσει.  Θέλει να κάνει κακό στην άλλη γυναίκα.  Θέλει τόσα πολλά…

     Ανασηκώνεται.  Κοιτάζει πάλι το απέραντο του ωκεανού που βράζει και μαίνεται γύρω της αφού ο αέρας δυνάμωσε κι άλλο. 
     Χιλιάδες κόκκοι άμμου της μαστιγώνουν το πρόσωπο.  Δεν κινείται.
     Νερό την βρέχει παντού τώρα.  Δεν κινείται.
     Ξαφνικά, σαν να συνέρχεται από μια κατάσταση λήθαργου, πετιέται όρθια και αρχίζει να τρέχει προς το σπίτι.
     Τα πόδια της καίνε.  Τα πέλματά της ματώνουν πατώντας πάνω στις πέτρες αλλά δεν την νοιάζει.    Όλο της το κορμί στάζει αλλά εκείνη συνεχίζει να τρέχει. 
     Μπαίνει στο σαλόνι από την τζαμαρία της βεράντας.  Στάζοντας από τα μαλλιά το θαλασσινό νερό, παίρνει στα χέρια της το τηλέφωνο. 
     Θα την καλέσει σπίτι. 
     Την άλλη.   Θα την καλέσει στο σπίτι. 
     Όχι δεν θα την αφήσει να τον χαίρεται και να τον έχει.  Όχι, τον δικό της άντρα.  Όχι, αυτόν τον άντρα. 

     Η τηλεφωνική σύνδεση δεν λειτουργούσε.  Ίσως είχε βλάβη.   Ίσως πάλι, είχαν αλλάξει αριθμό.  Της το είχε πει άλλωστε την τελευταία φορά που του μίλησε.  Τον ενοχλούσε.
Δεν τον άφηνε να χαρεί την νέα του σύντροφο και την ζωή μαζί της.
     Τον ενοχλούσε!
     Θύμωσε.
     Έτρεξε έξω ξανά.  Που ήταν τα παιδιά και πόση ώρα θα έλειπαν;   Ήταν στης μητέρας της και θα γύριζαν σε τρεις μέρες. 
     Κάλεσε τον ίδιο στο κινητό του.
     Απάντησε.  Δεν μπορούσε να το αλλάξει.  Από την μια η δουλειά και από την άλλη τα παιδιά.  Έπρεπε με κάποιον τρόπο να επικοινωνούν.  Στο κάτω- κάτω, όποτε ήθελε την ησυχία του το έκλεινε.
     Προφασίστηκε πως θα λείψει για αρκετό καιρό και έπρεπε να ενημερώσει την «άλλη» σχετικά με συνήθειες των παιδιών της.  Μίλησε με όση ευγένεια αλλά και αδιαφορία μπορούσε και τον έπεισε πως θα πρέπει να την συναντήσει.   Επειδή δεν μπορούσε να φύγει από το σπίτι δίπλα στον ωκεανό, θα έπρεπε να την επισκεφθεί εκεί. 
     Ο άντρας της στην αρχή ήταν διστακτικός.  Η συμπεριφορά της όμως ήταν εντελώς αθώα και έτσι της υποσχέθηκε να περάσουν αργότερα.
     Όχι. 
     Όχι μαζί.
     Δεν μπορούσε την ώρα εκείνη.  Έπρεπε να βρεθούν μόνες!

     Μία ώρα αργότερα ο άντρας της έβαζε το αυτοκίνητο στο γκαράζ.  Ανέβηκε στο σπίτι. 
     Το σπίτι ήταν άδειο.
     Κοίταξε γύρω.  Κανένα σημάδι από την πρώην σύζυγο.  Έπειτα βγήκε στο μπαλκόνι.   Κατέβηκε την μεγάλη ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στην πόρτα εξόδου προς την ακτή.
     Περπατούσε, κοιτώντας γύρω του, όταν ξαφνικά,
ένιωσε έναν δυνατό πόνο στο κεφάλι.

     Στην άμμο διαγραφόταν μια βαθιά γραμμή που συνεχιζόταν ως εκεί που βρισκόταν τώρα εκείνη.   Ήταν χαραγμένη από το σώμα του.   Δίπλα της ο άντρας της ζωής της χλωμός και αναίσθητος.   Τον κοιτούσε με αγάπη, όπως τόσα χρόνια.
     Τον χάιδευε.
     Τον άγγιζε παντού. 
     Έσκυβε πάνω του και του φιλούσε τα μαλλιά, τα μάτια τα χείλη του τα μελανά.
 « Καρδιά μου… ήρθες… το ήξερα πως θα ερχόσουν πίσω σε μένα.  Το ήξερα πως θα γύριζες σε μας.  τίποτα δεν θα μπορούσε να σε κρατήσει μακριά μας.  Αγάπη μου… πόσο πολύ θέλω να είμαστε πάλι μαζί.  Δεν πειράζει ότι έγινε.  Αρκεί που θα είμαστε μαζί.»

     Τον κοιτά. 
     Συνειδητοποιεί πως τον σκότωσε. 
     Ουρλιάζει. 

« Τι έκανα; Θεέ μου, τι έκανα;   
Τη ζωή μου χάλασα;   Ναι, χάλασα την ζωή μου!  
 Όμως, δεν μου άφησες άλλη επιλογή.   
Μου είπες ότι θα παντρευτείτε.   
Μου είπες πως δεν θα την αφήσεις ποτέ.   
Δεν θα την αφήσεις ούτε να με συναντήσει.  
 Εγώ εκείνη ήθελα όχι εσένα, αγάπη μου!   
ήρθες για να την σώσεις!   
Το κατάλαβες και ήρθες αντί για αυτήν!   
Δεν μου άφησες περιθώρια!   
Τόσα χρόνια εγώ ήμουν η ανάσα σου, η καλημέρα και η καληνύχτα σου.  Εγώ ήμουν ή αρχή και το τέλος σου.  Εγώ ήμουν η αλήθεια, στα όνειρά σου η πρωταγωνίστρια!    Γιατί δεν επέτρεψες να γίνει η συνάντηση αυτή;  Τι φταίω εγώ;   
Με γλέντησες.   
Μου πήρες τα καλύτερά μου χρόνια.  
Οικειοποιήθηκες την ζωή μου και τα όνειρα μου.   
Απόλαυσες την φροντίδα μου και την αφοσίωσή μου τόσα χρόνια και το ευχαριστώ είναι αυτό;!!!   
Όχι, δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να σε χαρεί!   
Ήμουν εκεί όταν πονούσες,  όταν δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές.   
Ήμουν εκεί όταν κινδύνεψες να χάσεις τα πάντα και σε στήριξα και στάθηκες ξανά στα πόδια σου.  Εκείνη που ήταν;   
Τι έκανε εκείνη στα δύσκολα;   
Τώρα που όλα είναι στρωτά και ωραία ήρθε να δρέψει δάφνες η κυρία;   Όχι!    Είσαι δικός μου!   
δεν θα σε αφήσω μόνο όμως θα έρθω και εγώ μαζί σου όπου πας!   
Είσαι δικός μου!  είμαι δική σου!  Ήμασταν ένα!  Είμαστε ένα!»

     Άρχισε να τον γδύνει.  Του έβγαλε πρώτα τα παπούτσια.  Έπειτα, έβγαλε τα ρούχα του ένα – ένα.  Με προσοχή τα δίπλωσε και τα έβαλε δίπλα.  Ακούμπησε μια πέτρα πάνω τους και έτρεξε γρήγορα προς το σπίτι, αφήνοντας εκεί γυμνό και αναίσθητο από το δικό της χέρι τον έρωτα της ζωής της.
     Πήγε στο γραφείο που κρατούσαν όλα τα έγγραφα.  Άρπαξε μια κόλλα χαρτί και έγραψε πάνω της με κεφαλαία καλλιγραφικά γράμματα:

     ΣΥΓΝΩΜΗ, ΔΕΝ ΓΙΝΟΤΑΝ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣΤΑ

     Άφησε το χαρτί πάνω στο τζάμι στο τραπέζι του σαλονιού και το στερέωσε με ένα κρυστάλλινο και πολύ βαρύ βάζο. Ύστερα, βγήκε αφήνοντας το σπίτι ορθάνοιχτο και τις κουρτίνες να ανεμίζουν σαν πνεύματα που κατάκλυσαν το χώρο.
 
     Όχι, δεν θα τον έχανε αυτόν τον άντρα.
     Κανένα διαζύγιο δεν θα έβγαινε. 

     Περπατούσε αργά προς την ακτή.  Είχε ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη και μια ηρεμία στο πρόσωπο σαν να εγκαταστάθηκε άξαφνα όλου του νου η σταθερότητα στην ματιά της.
     Περπατούσε αργά και βαριά.  Βύθιζε τα πόδια της ως τους αστραγάλους μέσα στην άμμο και άφηνε τους μικροσκοπικούς κόκκους της να σηκώνονται με τις ριπές του ανέμου και να της καρφώνονται στα μάτια.
     Έφτασε στο αγαπημένο κορμί του άντρα που λάτρευε.  Άρχισε να γδύνεται. 
     Έμεινε γυμνή.  Κάθισε δίπλα του για λίγο.  Ξάπλωσε.  Γύρισε το σώμα της προς το δικό του.   Ανέβηκε πάνω του.  Κάλυψε κάθε γωνιά του κορμιού του με το δικό της.  Άφησε λίγο τα δάκρυα να κυλήσουν πάνω στα μαγουλά του.  Έμεινε έτσι αρκετή ώρα και όταν πια η θύελλα μαινόταν ανεξέλεγκτη μέσα στο μυαλό της,  πολύ πιο δυνατή από ότι έξω, σηκώθηκε.
     Τον πήρε από τα δυο χέρια και τον τράβηξε πιο κοντά στην ακτή.  Τον έβαλε στο νερό και έπειτα τον πήρε αγκαλιά και μπήκε και εκείνη στο νερό.
     Τα κύματα λυσσούσαν.  Την χτυπούσαν και την σκέπαζαν και ας ήταν μόνο ελάχιστα εκατοστά από εκεί όπου έβρισκαν την στεριά.  Ο άνεμος ανελέητος έφερνε τόση άμμο και νερό στα μάτια της που δεν μπορούσαν να κρατηθούν ανοιχτά.
     Το σώμα του αναίσθητου άντρα δεν αντιδρούσε και φυσικά δεν μπορούσε να βοηθήσει στην μετακίνηση του εαυτού του.  Η γυναίκα πολεμούσε να τον κρατά σφιχτά και να τον σέρνει βαθύτερα στο νερό που ερχόταν ολοένα και πιο αγριεμένο επάνω τους.   
     Δύο γυμνά σώματα στροβιλίζονταν μαζί λες και ήταν δεμένα με μια αόρατη ατσάλινη κλωστή.

     Το νερό την σκεπάζει.
     Τον χάνει για λίγο από τα μάτια της, όχι από την αγκαλιά της.
     Βγάζει με δυσκολία το κεφάλι της από το νερό.
     Ανασαίνει μια τελευταία φορά. 
     Ξανά ανοίγει τα μάτια. 
     Τον βλέπει.  Ησυχάζει.
     Τον νιώθει πάνω στο κορμί της που έχει πια αρχίσει να πονά.
     Είναι εκεί.   
     Τον κρατά πάντα σφιχτά.  Δυο γυμνά σώματα χορεύουν μέσα σε μια πίστα γεμάτη από αφρούς.
     Ανασαίνει λίγο ακόμα.
     Τον γυρίζει προς την μεριά της.
     Ανασαίνει.  Κρατά το κεφάλι του.
«ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣΤΑ» του φωνάζει.  
     Οι λέξεις πνίγονται.  Οι ήχοι χάνονται μέσα στην βοή της καταιγίδας.  Έχει αρχίσει και να βρέχει. 
     Κρατά πάντα το κεφάλι του κοντά στο δικό της.
     Σκύβει.  Ανασαίνει.   Τον φιλά.
     Η ανάσα της είναι ανάσα του. 
     Ένα νέο μεγαλύτερο κύμα σε συνδυασμό με την βροχή που πέφτει καταρρακτωδώς, τους εξαφανίζει.
     Συνεχίζει να τον φιλά.
     Τα χείλη τους ενωμένα.  Τα κορμιά τους ενωμένα.  Οι ζωές τους ενωμένες.
     Πνίγονται οι όρκοι.
     Πνίγονται τα ψέματα.

     Είναι ευτυχισμένη.  Είναι πάλι μαζί. 
     Αγκαλιασμένοι, όπως τόσα χρόνια έζησαν, ο ένας μπλεγμένος στο σώμα του άλλου,  αφήνονται  στα κύματα που τους σκεπάζουν.
     Εκείνη τον έχει και πάλι δικό της και παίζουν με τον ωκεανό που τους κατακτά για πάντα…

ΜΙΑ ΜΟΝΑΧΑ ΡΟΥΦΗΞΙΑ...

Σε περιμένω.
Είπες θα έρθεις.
Η ώρα είναι περασμένη.
... Μόνο καπνίζεις ακατάπαυστα.
Μόνο δηλώνεις, κουρασμένος.
Κρεμάς στα αυτιά της Σιωπής
σκουλαρίκια φτιαγμένα απο τις
ύβρεις, που κατά καιρούς σε
φιλοξενούν στον άβολων στρωμάτων
τους την ενοχή.
Μα εγώ σε περιμένω.
Σταμάτα την κατασκευή νέων
κοσμημάτων - "θηλειά".
Παρακαλώ σταμάτα να
ρουφάς τον καπνό σαν φιλί μου.
Δεν θα φορέσω στιγμή το
παράλογο πάθος σου, μήτε βραχιόλι,
μήτε μενταγιον.
Μονο να... μια τζούρα ζήλεψα.
Μια ρουφηξιά απο το στριφτό, το βαρύ,
το τσιγάρο στροφή,
σε πενιά πικραμένη,
που θρηνεί, μα περήφανα γουστάρει
να ζήσει την απώλεια τούτη.
Μόνο να... μια ανάσα ζήλεψα.
Γεμάτη από του καημού σου
το άρωμα... κλεισμένη σε
ένα άφιλτρο πιστοποιητικό
ανώνυμου πόθου...
Α, ρε βρώμα Ζωή!
Μας το φυλάς να μας φέρνεις κοντά,
όταν οι δρόμοι απο κάτω μας,
χάνονται.
Σε Περιμένω...
Ένα τραπέζι μας χωρίζει στο
κάτω κάτω, δυο καφέδες και
ένα ποτήρι ερημιά.
Μια ρουφηξιά μας χωρίζει...
Απο το δικό σου θα πιώ
να μεθύσω φωτιά...
Ναι, δεν καπνίζω ...
Δώσε μία!
Τώρα.
Αναποδογυρίζω το τραπέζι!
Δεν περιμένω πια!

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Μπορείς αν θες να κάνεις μια μεγάλη εκτύπωση
τούτη την ασπρόμαυρη φωτογραφία μου...
να την απλώσεις στο πάτωμα,
να την επεξεργαστείς ξυπόλητος, γυμνός,
χωρίς χιτώνες ή στολίδια...
Να ξεκινήσεις απο τα μάτια..απο τις κόρες..
εκεί να ακουμπήσεις τα μάγουλά σου ένα βράδυ,
να κοιμηθείς κοντά στο βλέμμα μου το άγρυπνο...
ή και να ξενυχτήσεις...
Μιαν άλλη φορά, να απλώσεις το ολόγυμνο κορμί σου
στων χειλιών την επιφάνεια...
να αλλάζεις πλευρό και να αισθάνεσαι,
πως σε τυλίγει ολόκληρο ένα κραγιόν άχρωμο...
κι άλλοτε πάλι, να μένεις μπρούμυτα
με τα χέρια ανοιχτά και το στήθος σου,
το στέρνο σου στα χείλη μου πάνω.
να το ξέρεις πως την νιώθω, την καρδιά σου που χτυπά.