Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

ΤΟ ΦΥΛΑΧΤΟ

Σηκώθηκε απο το κρεβάτι και στάθηκε στην άκρη του υπνοδωματίου.
Κοίταξε γεμάτη απόγνωση τα σεντόνια και τα μαξιλάρια
και με έναν δυνατό λυγμό έκλεισε απότομα τα μάτια της. 
Δεν ήθελε να ξέρει οτι τέλειωσε. 
Δε ήθελε να ξέρει πως δεν υπήρχε τίποτε πια
να την κρατήσει σε εκεινο το δωμάτιο.  
Κοίταζε τα σεντόνια τα ανακατεμένα,
τις ζάρες που δημιουργησαν τα σώματα 
που κυλιόντουσαν πάνω τους λίγο πριν,
τα ίχνη τα νωπά ακόμη, από την θύελλα π
ου ειχε βρεθεί σε τούτο το δωμάτιο.
Κοιτούσε βουρκωμένη, αδειανή μα ταυτόχρονα τόσο γεμάτη, 
απο μια ανεξήγητη πληρότητα μέσα στο έρεβος ενός κενού. 
Έπειτα ανεπνευσε βαθια. Προσπάθησε να βρει την αυτοκυριαρχία της 
και να ανασυγκροτήσει τις σκέψεις της.  
Δε μπορούσε απλως να περιφέρεται έτσι...
να μοιρολογει, να περιμένει το εξαφανισμένο...

Πήγε στο μπάνιο και αφου άφησε πολύ παγωμένο νερό 
να τρέξει παντου στο κορμί της, βγήκε και ντύθηκε με πολύ αργές κινήσεις.
Εμοιαζε, αν την κοιτούσε κανείς, σαν να γδυνόταν για κάποιον και όχι να ντυνόταν..
Κοίταξε αλλη μια φορά με πληγωμένο βλέμμα το χώρο.
Η ματιά της σταμάτησε στο κομοδίνο που ειχε ακουμπήσει τα γυαλιά του.
Στο καθρέπτη που τον κοιταξε κρυφά να μορφάζει από πόνο 
όταν τα έπαιρνε παλι φεύγοντας, αφού ούτε εκείνος ήθελε να φύγει 
αλλά έπρεπε...
Χάιδεψαν τα μάτια της τα αποτσίγαρα μέσα στο τασάκι. 
Τα δικά του αποτσίγαρα.
Τα δικά του χείλη ηταν αφημένα εκει πάνω. ¨
Οπως ήταν αφημένα και στο σώμα της παντού.
Με μια κίνηση αυθόρμητη άγγιξε το λαιμό της, 
τόσα φιλιά στη χούφτα της αμέσως κουλουριάστηκαν.
Φιλιά, ανάσες, λόγια στην φλέβα εκείνη της ζωής στο λαιμό της..
Ταράχτηκε ξανά και ξανά οπως κάθε φορά που έφερνε 
στο μυαλό της το άγγιγμά του.
Ανοιξε την χούφτα της.  Πέταξαν και τα φιλια και όλα...

Στάθηκε στο παράθυρο για λίγο.  
Κοιτούσε από έξω τον κόσμο να περνά. 
Σε λίγο και εκεινη θα χανόταν μές στο πλήθος 
σαν τους άλλους τους τόσους άγνωστους που προσπερνάς 
και δεν νοιάζεσαι τι ιστορία κουβαλά ο καθένας τους... 
Αγνωστη μέσα στο πλήθος με μόνο γνώριμο, τον ήχο
στο κινητό της που θα περιμένει να χτυπήσει από εκείνον ξανά...
Η νύχτα ερχόταν...η στοργή έφευγε... 
κάποτε την είχε ρωτήσει, πως αντέχει να ζει μακριά του
εκείνη όμως δεν του απάντησε ποτέ αυτο που έπρεπε, 
για να μην τον πληγώσει, κι ας την είχε πληγώσει ο ίδιος 
με την ερώτησή του.  
Γιατι δε ρωτάς καποιον πως αντέχει, όταν ο ιδιος 
εισαι αυτός που πρέπει φεύγει μακρια του... 
Δεν του ειπε ποτέ "όπως κι εσύ", ποτέ δεν του το ειπε...

Γύρισε να πάρει την τσάντα της και προχώρησε προς την πόρτα.
Στάθηκε πάλι. Άφησε την τσάντα να πέσει στο πάτωμα. 
Γύρισε και κοιταξε το κρεβάτι.
Αυτή τη φορά δεν θα εφευγε έτσι. 
Δεύτερη, έπειτα από αυτόν, μόνη, πονεμένη από την πολυ αγάπη
που της έδινε καθε φορά μα αγάπη, δανεική!  
Όχι, όχι τουτη τη φορά!
Αρχισε να ξεστρώνει το κρεβάτι και να βγάζει τις μαξιλαροθήκες.
Δίπλωσε προσεκτικά τα φιλια μέσα στα σεντόνια, 
τα χάδια τα έβαλε μέσα στις μαξιλαροθήκες.
Τα λόγια τους, τα γεμάτα πάθος λόγια τους, 
τα τυλιξε με ακόμη μεγαλύτερη προσοχή
στις πετσέτες που χρησιμοποίησαν.  
Τα δίπλωσε όλα με ευλάβεια και λατρεία ραντίζοντάς τα
με δάκρυα γεμάτα πόνο, γεμάτα λάβα.
Πριν φύγει την είχε φιλήσει όπως πάντα, απαλά, απλά, 
χωρίς παθη για να μην κυλήσουν ξανά στα σεντόνια. 
Πάντα της έλεγε "σαγαπω" κι εκείνη 'σε λατρεύω" και 
περίμενε για την επόμενη συνάντησή τους..
Απόψε δεν του είχε πει "σε λατρεύω"...
Την είχε κοιτάξει με απορία μα δεν ειπε κάτι.
Σώπασε. Κι ετσι σιωπηλά ανοιξε την πορτα και επέστρεψε στην ζωή του.

Εκείνη απόψε, δεν θα επέστρεφε πουθενα..
Θα πήγαινε μονάχα ...μονάχη...απο την αρχή, άγνωστη στο πλήθος, 
να συναντήσει άλλους άγνωστους, να βρει νέες απώλειες να θρηνήσει...
Να πενθήσει το χαμό, να βιώσει το κενό
και να ξεκινησει παλι απο την αρχή!
Και θα είχε φυλαχτό πολύτιμο τουτα τα σεντόνια..
Για την αγάπη, για την αλήθεια, για τη ζωή της....

2 σχόλια: