Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

ΟΡΦΕΑΣ

Η τελετή είχε μόλις ολοκληρωθεί. Εκείνος αμίλητος, κάτωχρος, σκυφτός. Δεν ήξερε. Δεν καταλάβαινε. Οι φίλοι γύρω του τον έσφιγγαν στον ώμο παρηγορητικά. Άλλοι του κράταγαν το χέρι λίγο παραπάνω. Λίγα περισσότερα δευτερόλεπτα. Αυτά τα δευτερόλεπτα που δείχνουν τον πόνο, την συμπαράσταση, την συμπάθεια. Αυτά τα δευτερόλεπτα που επιβεβαιώνουν πως κάτι τρομερό συνέβη. Κάτι ασύλληπτο.
Κάτι καθολικά μη αναστρέψιμο.

Ο Ορφέας ήταν εκεί. Και δεν ήταν.
Μιλούσε χαμηλόφωνα. Κοιτούσε απλανώς.
Έτεινε το χέρι του. Του το έσφιγγαν. Το κατέβαζε ασυνείδητα. Έπειτα το άπλωνε πάλι. Και πάλι. Πάντα ασυνείδητα. Πάντα αδιάφορα.
«Συλλυπητήρια»
«Κουράγιο»
«Ευχαριστώ. Να είστε καλά.» απαντούσε εκείνος εντελώς προγραμματισμένα. Όπως οι καλογραμμένες κασέτες που παίζουν και ξαναπαίζουν το ίδιο κείμενο.

Κάποτε όλο αυτό που έμοιαζε στα μάτια του θέατρο παραλόγου, έλαβε τέλος.
Ο κόσμος έφυγε. Οι περισσότεροι φίλοι και γνωστοί όσο και αν ήθελαν να μείνουν, δεν έβρισκαν τίποτε να άλλο να πουν ή να κάνουν και έτσι, αποχώρησαν και αυτοί σιωπηλοί. Οι συγγενείς μόνο θέλησαν να τον ακολουθήσουν στο σπίτι.
Αρνήθηκε.

«Θέλω να μείνω μόνος» είπε.
Έμεινε μόνος.
Έβαλε το κλειδί στην πόρτα του διαμερίσματος και έσπρωξε απαλά. Μπήκε μέσα. Κοίταξε τον χώρο. Του φάνηκε οδυνηρά άδειος. Όχι, δεν έλειπε τίποτε από τα πράγματα και τα έπιπλα. Όλα ήταν στην θέση τους. όλα ήταν εκεί.
Εκείνη όμως;
Εκείνη δεν ήταν πια εκεί.
Εκείνη έλειπε.
Εκείνη δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι εκεί ξανά.
Εκείνη, η υπέροχη εκείνη.


Προχώρησε. Στάθηκε για λίγο στη μέση του σαλονιού και κοίταξε ευθεία έξω από το παράθυρο. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες.
Έτσι τις ήθελε πάντα εκείνη. Για να εισβάλει το φως στο δωμάτιο. Το φως που λάτρευε. Τώρα πιο φως την τυλίγει, στην άβυσσο που περιπλανιέται;

Κοίταξε έξω την τεράστια πολιτεία. Το διαμέρισμα, βρισκόταν στον έβδομο όροφο μιας πολυκατοικίας στα Πατήσια και η θέα ήταν εκπληκτική.
Κοίταξε το ατελείωτο των κτισμάτων που σκιάζονταν λες από τον μουντό ουρανό.
Ένα δάκρυ ξέφυγε και ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό.
Ησυχία.
Κανένας ήχος στο σπίτι.
Ίσως δεν έπρεπε να είχαν βάλει διπλά τζάμια και μόνωση. Να που μια τέτοια στιγμή θα πλήρωνε για λίγο φασαρία.
Ο Δεκέμβρης είχε μπει πολύ άγρια με λυσσασμένους ανέμους και καταρρακτώδεις βροχές. Ακόμα και αν δεν έβρεχε αυτή τη στιγμή, ο καιρός ήταν απαίσιος. Όσο απαίσια ήταν τα πάντα από προχθές που έφυγε ξαφνικά εκείνη.
Προχώρησε κι άλλο. Πλησίασε την τζαμαρία και άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Ένα ψυχρό ρεύμα αέρα τον κτύπησε μα δεν έκανε πίσω. Άφησε την πόρτα ανοιχτή και γέμισε το σπίτι βοριά και κρύο. Ότι έπρεπε για την περίσταση.
Βοριάς και κρύο.
Χειμώνας.
Η εποχή που θα επικρατούσε από εδώ και στο εξής στην ζωή του.
Δεν θα ερχόταν η άνοιξη ξανά ούτε το καλοκαίρι.
Η άνοιξη ήταν η αγκαλιά της και το καλοκαίρι το γέλιο της.
Δεν θα ερχόντουσαν ποτέ ξανά.
Χάθηκαν.
Χάθηκαν στο δρόμο. Στην καυτή άσφαλτο. Κάτω από τις ρόδες ενός φονικού φορτηγού που το οδηγούσε ένας μανιακός μεθυσμένος δολοφόνος.
Πρωί. Ώρα 6. Εκείνη προσπαθούσε να περάσει απέναντι το δρόμο. Ο δρόμος δεν ήθελε να τον διασχίσει. Η μοίρα δεν είχε καλοξυπνήσει, είχε τα νεύρα της. Ο κόσμος δεν ήθελε να είναι όμορφος. Εκείνη σκοτώθηκε.


Στέκεται στην μέση της βεράντας. Κοιτά τα λουλούδια της. Είχε φυτέψει με τα χέρια της γεράνια, τριανταφυλλιές και γαριφαλιές. Είχε βάλει και μπενζαμίνες και κέντιες και τις προστάτευε με ειδική τέντα στο σημείο που τις είχε τοποθετήσει. Ήταν ο κήπος της. Ήταν η ζούγκλα της.
Τώρα όλα θα μαραθούν.
Όπως εκείνη.
Τα κοιτά. Τα χαδεύει. Ο παγωμένος αγέρας τον μπατσίζει στο πρόσωπο σαν να θέλει να τον κάνει να συνέλθει. Ξαφνικά ο Ορφέας γυρίζει και μπαίνει πάλι στο σπίτι.
Κατευθύνεται στην κρεβατοκάμαρα.
Στέκεται στην πόρτα.
Διστάζει να μπει.
Διστάζει;
Μάλλον δεν μπορεί να αντικρίσει την μεριά της στο κρεβάτι.
Δεν μπορεί να πιστέψει ότι δεν θα τον αναζητήσει ξανά με τα παγωμένα της πόδια. Δεν θα την δει να ξυπνά και να πανικοβάλλεται που άργησε στην δουλειά.
Διστάζει.
Μένει εκεί, όρθιος ακουμπισμένος σχεδόν σαν παραγεμισμένο τσουβάλι, στην κάσα της πόρτας του υπνοδωματίου. Οι ώμοι του γερμένοι στη γη και το κεφάλι του σκυφτό. Το πρόσωπο του πλημμυρισμένο με δάκρυα και φιλιά. Τα φιλιά της.

Κλαίει.
Όπως τα μωρά, κλαίει.
Δεν τον νοιάζει.
Δεν θέλει να σταματήσει.
Θέλει να κλάψει. Να κλάψει κι άλλο. Να δροσίσει τη γη και τα χώματα που την σκέπασαν με τα δάκρυα αυτά. Να συναντήσουν την ρίζα των δέντρων που τυλίγουν τώρα την αγαπημένη εκείνη. Να τα ποτίσει. Να είναι γερά, να την προστατεύουν έως ότου πάει να την βρει. Γιατί θα πάει να την βρει και να την φέρει πίσω. Δεν αντέχει χωρίς αυτή. Δεν μπορεί να ζήσει μόνος.
Δεν θέλει να ζει έρημος.
Θέλει να ακούσει ξανά την φωνή της.
Να την δει ξανά να μαγειρεύει.
Να καθίσουν μαζί να διαβάσουν και να ακούσουν την αγαπημένη τους μουσική.
Την θέλει πίσω.
Την θέλει πίσω.
Θα πάει να την φέρει πίσω. Θα πάει.

Προς το παρόν, αποφασίζει να σύρει τα πόδια του στο εσωτερικό της κρεβατοκάμαρας. Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, βαρύς.
Κοιτά την ντουλάπα.
Ανοίγει την ντουλάπα.
Υπέροχα χρώματα.
Τα φορέματά της, και τα πουκάμισά της έχουν υπέροχα χρώματα.
Αναρωτιέται αν ποτέ τις είχε πει πόσο του αρέσουν τα χρώματα.
Μήπως δεν πρόλαβε να της το πει;
Γιατί δεν της το είπε;
Είναι βλάκας;
Είναι!
Υπέροχα χρώματα. Ένα λιβάδι η ντουλάπα της. Και το άρωμα που ανέδιδε…
Το άρωμά της.
Όχι το άρωμα που αγόραζε. Το άρωμά ΤΗΣ! ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΑΡΩΜΑ!
Το άρωμα του κορμιού της. Αυτό που όλοι οι χημικοί της γης να μαζευτούν, δεν θα μπορέσουν να αντιγράψουν γιατί για τον καθένα μας είναι μοναδικό.
Το άρωμα της.

Αγγίζει τα ρούχα της.
Τα φιλά.
Τα προσκυνά.
Κάποιος του είπε – μάλλον η μάνα του ήταν – πως πρέπει να δώσει τα φορέματα και όλα τα ρούχα της.
Γιατί να τα δώσει;
Αυτός τα θέλει εκεί.
Τα θέλει μες στην ντουλάπα και μέσα στα συρτάρια.
Έχει ανάγκη να αγγίζει εκείνη έστω και με αυτό τον τρόπο. Δεν θέλει να εγκαταλείψει τίποτε. Δεν θέλει να αποχωριστεί τίποτε άλλο. Όπως και αν έχει η κατάσταση, αυτός τα θέλει όλα όπως τα άφησε.

Σηκώνεται.
Πλησιάζει το μέρος που κοιμόταν. Από την δεξιά πλευρά. Πάντα από την δεξιά πλευρά. Δεν βολευόταν αλλιώς.
Στο κομοδίνο της είχε το αγαπημένο της βιβλίο. Ακουμπισμένο πάνω στο έπιπλο προσεκτικά μαζί με ένα μεγάλο φωσφορούχο μαρκαδόρο. Κρατούσε σημειώσεις.
Ανοίγει το πρώτο συρτάρι.
Είναι γεμάτο φωτογραφίες που δεν πρόλαβε να τακτοποιήσει. Φωτογραφίες από την τελευταία φορά που πήγαν εκδρομή στο Ναύπλιο.
Ο Ορφέας πάνω στο καΐκι για το Μπούρτζι.
Ο Ορφέας πάνω στο τρενάκι.
Ο Ορφέας στην καφετέρια.
Ο Ορφέας στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου.

Εκείνη;
Που ήταν εκείνη;
Έψαξε με αγωνία στο συρτάρι.
Τελικά βρήκε και δικές της φωτογραφίες. Όχι πολλές. Ίσως, γιατί εκείνος βαριόταν να τραβά φωτογραφίες, ενώ εκείνη ποτέ.
Ξαφνικά, πανικοβλήθηκε. Έτρεξε στο σαλόνι και άνοιξε το σκρίνιο. Έβγαλε πετώντας τα στο πάτωμα, όλα τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες από την κοινή τους ζωή αυτά τα πέντε χρόνια που ήταν μαζί. Τα κοιτούσε με λαχτάρα και παρατηρούσε πως πραγματικά οι φωτογραφίες της ήταν πολύ λιγότερες από τις δικές του. Άρχισε να ξεχωρίζει με μανία τις δικές της. Στο πάτωμα. Μπροστά ακριβώς από το ανοιγμένο παράθυρο. Στο στόχαστρο του παγωμένου ρεύματος, έψαχνε άλλες φορές κλαίγοντας και ουρλιάζοντας από πόνο και άλλες, απλά γελώντας ενθυμούμενος τις στιγμές τους.

Όταν σηκώθηκε επιτέλους από το κρύο δάπεδο, ήταν πολύ αργά το απόγευμα και έπρεπε να ανάψει τα φώτα γιατί δεν έβλεπε.
Άναψε τα φώτα.
Γύρισε στο υπνοδωμάτιο.
Κάθισε στο μέρος της δίπλα στο κομοδίνο της και άνοιξε το δεύτερο συρτάρι.
Εκεί κρατούσε όλα τα εσώρουχά της.
Τα πήρε στα χέρια του ένα – ένα.
Τα μύριζε και τα φιλούσε ευλαβικά σχεδόν.
Έγειρε το σώμα του στο κρεβάτι κρατώντας πάνω στο στήθος του μερικά από αυτά.
Έτσι όπως ήταν με κλειστά τα μάτια, ένιωσε μια ανάσα στο πρόσωπό του.
Σάστισε, μα δεν άνοιξε τα μάτια του.
Έπειτα, αισθάνθηκε και μια δεύτερη. Έπειτα και άλλη και άλλη. Στις χίλιες ανάσες ήταν σίγουρος. Ήταν εκεί η αγαπημένη του. Και όπως έκανε πάντοτε τον βοηθούσε να ηρεμήσει.
Ο Ορφέας δεν ήθελε να ανοίξει τα μάτια του. Κοιμήθηκε. Οι ανάσες δεν σταμάτησαν ούτε στα όνειρα του. Εκείνη, δεν έφυγε από δίπλα του.

Το παράθυρο ήταν ανοιχτό μέσα στο νυχτερινό ουρανό που χυνόταν στο δωμάτιο. Οι κουρτίνες ανέμιζαν τώρα και ο χώρος του σαλονιού με τις σκόρπιες φωτογραφίες στο πάτωμα, θύμιζε βομβαρδισμένο τοπίο. Η βροχή είχε αρχίσει από ώρα και όσο και αν η τέντα στη βεράντα την εμπόδιζε να μπει στο σπίτι, η ίδια η τέντα είχε σκιστεί από τον δυνατό άνεμο.

Όταν ξύπνησε ο Ορφέας, ένιωσε πως γύρισε από ένα μακρινό ταξίδι. Το πρώτο που αισθάνθηκε ήταν ένα μούδιασμα στο κορμί του. Τόσες ώρες ακίνητος είχε παγώσει.
Το πρώτο που αντίκρισε ήταν η ανοιχτή ντουλάπα απέναντι του με τα φορέματα και τα πουκάμισα Εκείνης.

Σηκώθηκε με κόπο.
Έκλεισε την ντουλάπα.
Δεν έκλεισε το παράθυρο.
Δεν μάζεψε τις φωτογραφίες.
Στάθηκε μπροστά στο κάγκελο του μπαλκονιού και
Άρχισε να φωνάζει το όνομά της.
…………
« σε παρακαλώ γύρισε. Δεν μπορώ να μάθω να ζω χωρίς εσένα. Γύρισε πίσω. Κι αν κάτι υπάρχει που μπορώ να κάνω εγώ για να σε φέρω πίσω θα το κάνω. Θα έρθω εγώ εκεί κάτω. Σαν εκείνο τον άλλο Ορφέα που προσπάθησε να βρει την Ευρυδίκη του.»

Δεν τα κατάφερε όμως.

« Σε παρακαλώ. Είμαι τίποτα χωρίς εσένα. Θα σε τραβάω και φωτογραφίες χωρίς ποτέ να γκρινιάξω. Ούτε για τα παγωμένα σου πόδια θα σου κάνω ποτέ ξανά παράπονα. Μόνο γύρνα πίσω. Πες μου έστω που είσαι και θα έρθω να σε πάρω. Σε χρειάζομαιιιιιιιιιιιι»

Η σπαραχτική κραυγή του Ορφέα ξέσχισε στα δύο ακόμα και το βουητό του τρελού ανέμου που πάλευε με την δυνατή βροχή. Ένας κεραυνός που έπεσε ταυτόχρονα με την κραυγή του, ενίσχυσε την τραγικότητα της στιγμής.
Ο Ορφέας έπεσε στο δάπεδο σφαδάζοντας από εσωτερικούς ανεξήγητους πόνους.
Ο Ορφέας χτυπιόταν στα ψυχρά, άψυχα πλακάκια για κάτι που ήταν γεμάτο ψυχή και ζεστασιά.
Ο Ορφέας θρηνούσε με λυγμούς.
Εκείνη, ανέβαινε καβάλα σε έναν άλλον μεγάλο κεραυνό στο φως που η άβυσσός του είναι ανεξερεύνητη. Ο Ορφέας ήταν απαρηγόρητος, γιατί όπως κάθε σύγχρονος Ορφέας, γνώριζε πολύ καλά ότι είναι αδύνατον να την βρει και να την φέρει πίσω.


*                                *                         *                      *                                 *

2 σχόλια:

  1. ...''Οι στίχοι γεννιουνται για να μας πεθαινουν''.....
    Αυτό κάνεις....γεννάς!
    Γεννάς στίχους!
    Γεννάς συναισθήματα...
    που με πεθαίνουν...

    ΑπάντησηΔιαγραφή