Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

ΗΡΑ


Ανοίγοντας το παράθυρο που βρίσκεται μπροστά από την μεγάλη βεράντα, αντικρίζει τον ωκεανό. 
Το σπίτι, μια μοντέρνα εξοχική κατοικία που το μεγαλύτερο μέρος της καλύπτεται από γυαλί, στέκεται στην άκρη του λοφίσκου με τους λιγοστούς θάμνους.  Βγαίνοντας από τον κήπο που το περιβάλλει περπατά ανάμεσα στις πέτρες και τους θάμνους που σκορπίζονται ως κάτω στην παραλία.  Περπατά και κάθε που πλησιάζει την ακτή τα πόδια της βυθίζονται στην άμμο.
    Γυρίζει πίσω και κοιτά το σπίτι που έχει απομακρυνθεί.  Γύρω του πάντα οι αραιά σπαρμένοι θάμνοι που από εκεί που στέκεται τώρα μοιάζουν πιστοί προσκυνητές που φιλούν το χώμα κουλουριασμένοι από δέος και από σεβασμό.  
     Συνεχίζει να περπατά.
     Σταματά.
     Νομίζει ότι άκουσε κάτι.  Έναν ψίθυρο, ένα σιγανό μουρμούρισμα.   Δεν είναι τίποτε.  Ο άνεμος που περνά δίπλα της και ανάμεσα στα πόδια της.  
     Κοιτά πέρα μακριά τον ωκεανό που απλώνεται σαν ύφασμα σε νυφικό κρεβάτι.

     « Γιατί έφυγες;  Δεν ήμουν αρκετή;  Δεν ήμουν επαρκής;  Γιατί έφυγες;   Ξαφνικά δεν πληρούσα τις προϋποθέσεις;  Ζήσαμε μαζί δεκαεπτά χρόνια.  Σου χάρισα δύο παιδιά.  Έλεγες πως ήμουν το κέντρο του κόσμου σου.  Πως η οικογένειά σου ήταν πάνω από κάθε τι άλλο γιατί ήταν το πιο ακριβό σου απόκτημα.  Έπειτα;  Τι συνέβη έτσι ξαφνικά, έπειτα;    Άρχισες να μην έχεις διάθεση να κάνεις πράγματα μαζί μου.   Δεν ήθελες να μοιράζεσαι τις σκέψεις σου και τα προβλήματά σου.  Δεν σε καταλάβαινα έλεγες!  Δικαιολογίες!
      Γιατί μου είπες ψέματα;  Γιατί με άφησες να εξευτελιστώ και να σε παρακαλώ για ένα σου χάδι;  Όταν άρχισες να με αποφεύγεις κατάλαβα…  δεν με ήθελες πια.  Εμένα,  που όποτε με έβλεπες ήθελες να μείνουμε μόνοι.  Που έκανες σαν τρελός να απομονωθούμε για να μου κάνεις έρωτα σαν λυσσασμένος.  
     Ξαφνικά, δεν ήθελες να μείνεις μόνος μαζί μου.   
Δεν με άγγιζες.  Δεν με πλησίαζες. 
     Κατάλαβα.  Υπήρχε άλλη.  Έπρεπε να παλέψω με κάτι που δεν ήθελα και δεν ήξερα τον τρόπο να το αντικρούσω. 
     Άρχισες τις πολύωρες απουσίες από το σπίτι.  Διέθετες όλο και λιγότερο χρόνο για μας. 
     Κατάλαβα.  Ήταν νέα.  Σίγουρα νεότερη από εμένα.  Πως τη λένε;  Σε ρώτησα ένα βράδυ.  Είσαι τρελή, μου απάντησες.
   
     Δεν ήμουν τρελή.»


     Περπατά.  Τώρα, κατά μήκος της ακτής που δροσίζει την καυτή άμμο, περπατά.  Όχι πάντα ευθεία, παραπατά.  Με σκυμμένο κεφάλι και μάτια θολά από τα δάκρυα αναρωτιέται αν θα πρέπει να συνεχίσει να περπατά.  Πόσο ακόμα;  Τα παιδιά είναι το μόνο που την κρατά όρθια.  Τα παιδιά, που δεν περίμεναν ποτέ, πως ο λατρεμένος τους πατέρας δεν θα είχε χρόνο για εκείνα και ξαφνικά θα γινόταν ο μπαμπάς του Σαββατοκύριακου.
     Περπατά.  Ο άνεμος δυνάμωσε λίγο.  Φέρνει μικρές δροσοσταλίδες αλμύρας στο πρόσωπό της.  Το πελώριο αυτό ύφασμα που κινείται μπροστά της μοιάζει με κάλυμμα που σκεπάζει έναν θώρακα.  Έναν θώρακα που προσπαθεί να ανασάνει.  Κάθε φορά που τα καταφέρνει, υπέροχα αφρισμένα κύματα σκάνε με ορμή στα πόδια της.  Τις φορές που δεν καταφέρνει να κλέψει την δύναμη του ανέμου, απλά της γλύφει τα πόδια και την εκλιπαρεί για συντροφιά. 
     Αυτή είναι η σχέση της τώρα πια.  Η σχέση της με τον ωκεανό μπροστά από το τεράστιο άδειο εξοχικό σπίτι που της άφησε ο σύζυγος για να γλυκάνει την απιστία.  Όχι, για να εξιλεωθεί για την προδοσία του!
     Σταματά.
     Κάθεται.  Ανασηκώνει λίγο τα γόνατα και τα αγκαλιάζει.  Δεν είναι πολύ μακριά από εκεί που σκάζει το κύμα.  Τα πόδια της βρέχονται. 
     Κοιτά βαθιά τον ορίζοντα.  Κοιτάζει.  Ατενίζει το απέραντο του ουρανού και της θάλασσας.  Κοιτάζει, αφουγκράζεται.  Δεν υπάρχει τίποτε άλλο από εκείνη και την φύση γύρω της.
  
     « Κάποτε το κάναμε μαζί αυτό.  Ένα από τα πολλά που κάναμε μαζί.  Καθόμασταν και πιασμένοι χέρι- χέρι αμίλητοι, αφουγκραζόμασταν τις ανάσες μας και τους ήχους γύρω μας.  Θυμάμαι που έλεγες πως ο ήχος που ακούς στην απόλυτη  σιωπή είναι οι λυγμοί του νερού για τις χαμένες αγάπες.    Κάθε φορά που κάποιος πληγώνει τον σύντροφό του, στην σιωπή των ακτών αν ανοίξεις την καρδιά και το μυαλό σου, ακούς το μοιρολόι των σειρήνων.
     Τώρα το ακούω για εμάς.
     Μόνη.
     Γιατί μου το έκανες αυτό;  Πως θα ζήσω τώρα;  δεν μπορώ να μην σε αγαπώ.  Δεν μπορώ να μην σε φροντίζω.  Έπειτα ξεχνάς πως είσαι δικός μου! 
     Μόνο δικός μου είσαι! 
     Καμιά δεν θα σε πάρει από εμένα!
     Θα κάνω ότι χρειαστεί για να γυρίσεις.  Θα φτάσω στα άκρα.  Θα σκοτώσω και θα σκοτωθώ, αν χρειαστεί!»


     Κλαίει.  Φωνάζει, χτυπιέται, πέφτει ανάσκελα πάνω στην άμμο με το μισό της σώμα να βρέχεται και το άλλο μισό να καίγεται από ζήλια, οργή και πόνο.
      Κυλιέται δεξιά και έπειτα αριστερά.  Γυρίζει μπρούμυτα.  Χτυπά με τις γροθιές της την άμμο.  Ξαναγυρνά ανάσκελα.  Αποκαμωμένη σταματά και τις φωνές και τις κινήσεις.  Μόνο κλαίει.  Θέλει να χαθεί.  Θέλει να τον πονέσει όπως την πόνεσε. Θέλει να γυρίσει.  Θέλει να κάνει κακό στην άλλη γυναίκα.  Θέλει τόσα πολλά…

     Ανασηκώνεται.  Κοιτάζει πάλι το απέραντο του ωκεανού που βράζει και μαίνεται γύρω της αφού ο αέρας δυνάμωσε κι άλλο. 
     Χιλιάδες κόκκοι άμμου της μαστιγώνουν το πρόσωπο.  Δεν κινείται.
     Νερό την βρέχει παντού τώρα.  Δεν κινείται.
     Ξαφνικά, σαν να συνέρχεται από μια κατάσταση λήθαργου, πετιέται όρθια και αρχίζει να τρέχει προς το σπίτι.
     Τα πόδια της καίνε.  Τα πέλματά της ματώνουν πατώντας πάνω στις πέτρες αλλά δεν την νοιάζει.    Όλο της το κορμί στάζει αλλά εκείνη συνεχίζει να τρέχει. 
     Μπαίνει στο σαλόνι από την τζαμαρία της βεράντας.  Στάζοντας από τα μαλλιά το θαλασσινό νερό, παίρνει στα χέρια της το τηλέφωνο. 
     Θα την καλέσει σπίτι. 
     Την άλλη.   Θα την καλέσει στο σπίτι. 
     Όχι δεν θα την αφήσει να τον χαίρεται και να τον έχει.  Όχι, τον δικό της άντρα.  Όχι, αυτόν τον άντρα. 

     Η τηλεφωνική σύνδεση δεν λειτουργούσε.  Ίσως είχε βλάβη.   Ίσως πάλι, είχαν αλλάξει αριθμό.  Της το είχε πει άλλωστε την τελευταία φορά που του μίλησε.  Τον ενοχλούσε.
Δεν τον άφηνε να χαρεί την νέα του σύντροφο και την ζωή μαζί της.
     Τον ενοχλούσε!
     Θύμωσε.
     Έτρεξε έξω ξανά.  Που ήταν τα παιδιά και πόση ώρα θα έλειπαν;   Ήταν στης μητέρας της και θα γύριζαν σε τρεις μέρες. 
     Κάλεσε τον ίδιο στο κινητό του.
     Απάντησε.  Δεν μπορούσε να το αλλάξει.  Από την μια η δουλειά και από την άλλη τα παιδιά.  Έπρεπε με κάποιον τρόπο να επικοινωνούν.  Στο κάτω- κάτω, όποτε ήθελε την ησυχία του το έκλεινε.
     Προφασίστηκε πως θα λείψει για αρκετό καιρό και έπρεπε να ενημερώσει την «άλλη» σχετικά με συνήθειες των παιδιών της.  Μίλησε με όση ευγένεια αλλά και αδιαφορία μπορούσε και τον έπεισε πως θα πρέπει να την συναντήσει.   Επειδή δεν μπορούσε να φύγει από το σπίτι δίπλα στον ωκεανό, θα έπρεπε να την επισκεφθεί εκεί. 
     Ο άντρας της στην αρχή ήταν διστακτικός.  Η συμπεριφορά της όμως ήταν εντελώς αθώα και έτσι της υποσχέθηκε να περάσουν αργότερα.
     Όχι. 
     Όχι μαζί.
     Δεν μπορούσε την ώρα εκείνη.  Έπρεπε να βρεθούν μόνες!

     Μία ώρα αργότερα ο άντρας της έβαζε το αυτοκίνητο στο γκαράζ.  Ανέβηκε στο σπίτι. 
     Το σπίτι ήταν άδειο.
     Κοίταξε γύρω.  Κανένα σημάδι από την πρώην σύζυγο.  Έπειτα βγήκε στο μπαλκόνι.   Κατέβηκε την μεγάλη ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στην πόρτα εξόδου προς την ακτή.
     Περπατούσε, κοιτώντας γύρω του, όταν ξαφνικά,
ένιωσε έναν δυνατό πόνο στο κεφάλι.

     Στην άμμο διαγραφόταν μια βαθιά γραμμή που συνεχιζόταν ως εκεί που βρισκόταν τώρα εκείνη.   Ήταν χαραγμένη από το σώμα του.   Δίπλα της ο άντρας της ζωής της χλωμός και αναίσθητος.   Τον κοιτούσε με αγάπη, όπως τόσα χρόνια.
     Τον χάιδευε.
     Τον άγγιζε παντού. 
     Έσκυβε πάνω του και του φιλούσε τα μαλλιά, τα μάτια τα χείλη του τα μελανά.
 « Καρδιά μου… ήρθες… το ήξερα πως θα ερχόσουν πίσω σε μένα.  Το ήξερα πως θα γύριζες σε μας.  τίποτα δεν θα μπορούσε να σε κρατήσει μακριά μας.  Αγάπη μου… πόσο πολύ θέλω να είμαστε πάλι μαζί.  Δεν πειράζει ότι έγινε.  Αρκεί που θα είμαστε μαζί.»

     Τον κοιτά. 
     Συνειδητοποιεί πως τον σκότωσε. 
     Ουρλιάζει. 

« Τι έκανα; Θεέ μου, τι έκανα;   
Τη ζωή μου χάλασα;   Ναι, χάλασα την ζωή μου!  
 Όμως, δεν μου άφησες άλλη επιλογή.   
Μου είπες ότι θα παντρευτείτε.   
Μου είπες πως δεν θα την αφήσεις ποτέ.   
Δεν θα την αφήσεις ούτε να με συναντήσει.  
 Εγώ εκείνη ήθελα όχι εσένα, αγάπη μου!   
ήρθες για να την σώσεις!   
Το κατάλαβες και ήρθες αντί για αυτήν!   
Δεν μου άφησες περιθώρια!   
Τόσα χρόνια εγώ ήμουν η ανάσα σου, η καλημέρα και η καληνύχτα σου.  Εγώ ήμουν ή αρχή και το τέλος σου.  Εγώ ήμουν η αλήθεια, στα όνειρά σου η πρωταγωνίστρια!    Γιατί δεν επέτρεψες να γίνει η συνάντηση αυτή;  Τι φταίω εγώ;   
Με γλέντησες.   
Μου πήρες τα καλύτερά μου χρόνια.  
Οικειοποιήθηκες την ζωή μου και τα όνειρα μου.   
Απόλαυσες την φροντίδα μου και την αφοσίωσή μου τόσα χρόνια και το ευχαριστώ είναι αυτό;!!!   
Όχι, δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να σε χαρεί!   
Ήμουν εκεί όταν πονούσες,  όταν δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές.   
Ήμουν εκεί όταν κινδύνεψες να χάσεις τα πάντα και σε στήριξα και στάθηκες ξανά στα πόδια σου.  Εκείνη που ήταν;   
Τι έκανε εκείνη στα δύσκολα;   
Τώρα που όλα είναι στρωτά και ωραία ήρθε να δρέψει δάφνες η κυρία;   Όχι!    Είσαι δικός μου!   
δεν θα σε αφήσω μόνο όμως θα έρθω και εγώ μαζί σου όπου πας!   
Είσαι δικός μου!  είμαι δική σου!  Ήμασταν ένα!  Είμαστε ένα!»

     Άρχισε να τον γδύνει.  Του έβγαλε πρώτα τα παπούτσια.  Έπειτα, έβγαλε τα ρούχα του ένα – ένα.  Με προσοχή τα δίπλωσε και τα έβαλε δίπλα.  Ακούμπησε μια πέτρα πάνω τους και έτρεξε γρήγορα προς το σπίτι, αφήνοντας εκεί γυμνό και αναίσθητο από το δικό της χέρι τον έρωτα της ζωής της.
     Πήγε στο γραφείο που κρατούσαν όλα τα έγγραφα.  Άρπαξε μια κόλλα χαρτί και έγραψε πάνω της με κεφαλαία καλλιγραφικά γράμματα:

     ΣΥΓΝΩΜΗ, ΔΕΝ ΓΙΝΟΤΑΝ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣΤΑ

     Άφησε το χαρτί πάνω στο τζάμι στο τραπέζι του σαλονιού και το στερέωσε με ένα κρυστάλλινο και πολύ βαρύ βάζο. Ύστερα, βγήκε αφήνοντας το σπίτι ορθάνοιχτο και τις κουρτίνες να ανεμίζουν σαν πνεύματα που κατάκλυσαν το χώρο.
 
     Όχι, δεν θα τον έχανε αυτόν τον άντρα.
     Κανένα διαζύγιο δεν θα έβγαινε. 

     Περπατούσε αργά προς την ακτή.  Είχε ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη και μια ηρεμία στο πρόσωπο σαν να εγκαταστάθηκε άξαφνα όλου του νου η σταθερότητα στην ματιά της.
     Περπατούσε αργά και βαριά.  Βύθιζε τα πόδια της ως τους αστραγάλους μέσα στην άμμο και άφηνε τους μικροσκοπικούς κόκκους της να σηκώνονται με τις ριπές του ανέμου και να της καρφώνονται στα μάτια.
     Έφτασε στο αγαπημένο κορμί του άντρα που λάτρευε.  Άρχισε να γδύνεται. 
     Έμεινε γυμνή.  Κάθισε δίπλα του για λίγο.  Ξάπλωσε.  Γύρισε το σώμα της προς το δικό του.   Ανέβηκε πάνω του.  Κάλυψε κάθε γωνιά του κορμιού του με το δικό της.  Άφησε λίγο τα δάκρυα να κυλήσουν πάνω στα μαγουλά του.  Έμεινε έτσι αρκετή ώρα και όταν πια η θύελλα μαινόταν ανεξέλεγκτη μέσα στο μυαλό της,  πολύ πιο δυνατή από ότι έξω, σηκώθηκε.
     Τον πήρε από τα δυο χέρια και τον τράβηξε πιο κοντά στην ακτή.  Τον έβαλε στο νερό και έπειτα τον πήρε αγκαλιά και μπήκε και εκείνη στο νερό.
     Τα κύματα λυσσούσαν.  Την χτυπούσαν και την σκέπαζαν και ας ήταν μόνο ελάχιστα εκατοστά από εκεί όπου έβρισκαν την στεριά.  Ο άνεμος ανελέητος έφερνε τόση άμμο και νερό στα μάτια της που δεν μπορούσαν να κρατηθούν ανοιχτά.
     Το σώμα του αναίσθητου άντρα δεν αντιδρούσε και φυσικά δεν μπορούσε να βοηθήσει στην μετακίνηση του εαυτού του.  Η γυναίκα πολεμούσε να τον κρατά σφιχτά και να τον σέρνει βαθύτερα στο νερό που ερχόταν ολοένα και πιο αγριεμένο επάνω τους.   
     Δύο γυμνά σώματα στροβιλίζονταν μαζί λες και ήταν δεμένα με μια αόρατη ατσάλινη κλωστή.

     Το νερό την σκεπάζει.
     Τον χάνει για λίγο από τα μάτια της, όχι από την αγκαλιά της.
     Βγάζει με δυσκολία το κεφάλι της από το νερό.
     Ανασαίνει μια τελευταία φορά. 
     Ξανά ανοίγει τα μάτια. 
     Τον βλέπει.  Ησυχάζει.
     Τον νιώθει πάνω στο κορμί της που έχει πια αρχίσει να πονά.
     Είναι εκεί.   
     Τον κρατά πάντα σφιχτά.  Δυο γυμνά σώματα χορεύουν μέσα σε μια πίστα γεμάτη από αφρούς.
     Ανασαίνει λίγο ακόμα.
     Τον γυρίζει προς την μεριά της.
     Ανασαίνει.  Κρατά το κεφάλι του.
«ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣΤΑ» του φωνάζει.  
     Οι λέξεις πνίγονται.  Οι ήχοι χάνονται μέσα στην βοή της καταιγίδας.  Έχει αρχίσει και να βρέχει. 
     Κρατά πάντα το κεφάλι του κοντά στο δικό της.
     Σκύβει.  Ανασαίνει.   Τον φιλά.
     Η ανάσα της είναι ανάσα του. 
     Ένα νέο μεγαλύτερο κύμα σε συνδυασμό με την βροχή που πέφτει καταρρακτωδώς, τους εξαφανίζει.
     Συνεχίζει να τον φιλά.
     Τα χείλη τους ενωμένα.  Τα κορμιά τους ενωμένα.  Οι ζωές τους ενωμένες.
     Πνίγονται οι όρκοι.
     Πνίγονται τα ψέματα.

     Είναι ευτυχισμένη.  Είναι πάλι μαζί. 
     Αγκαλιασμένοι, όπως τόσα χρόνια έζησαν, ο ένας μπλεγμένος στο σώμα του άλλου,  αφήνονται  στα κύματα που τους σκεπάζουν.
     Εκείνη τον έχει και πάλι δικό της και παίζουν με τον ωκεανό που τους κατακτά για πάντα…

3 σχόλια:

  1. Λιτή αλλά δυναμική γραφή που μοντάρει ικανοποιητικά πλάνα-κινητικές εικόνες σε τόνους του γκρίζου...
    Ευθύγραμμη - όχι μονότονη - αφήγηση,τριτοπρόσωπη, εσωτερικής εστίασης προνομιακού αφηγητή εξωδιηγητικού τύπου με έμφαση στην ποιητική περιγραφή...
    "Πνίγονται οι όρκοι.
    Πνίγονται τα ψέμματα" Καθαίρονται οι θνητοί στο νάμα του ωκεανού,"παίζουν" με το άπειρο "που τους κατακτά για πάντα..."

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. σας ευχαριστώ θερμα για το ομορφο σχόλιο. Αννα

    ΑπάντησηΔιαγραφή